τυπάς

τυπάς
(I)
-άδος, ἡ, Α
βλ. τυπάδα.
————————
(II)
ο, Ν
(ιδιωμ. τ.)
1. αυτός που έχει ύφος
2. καπάτσος, τσίφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. -άς (πρβλ. γυναικ-άς, φαφλατ-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τυπάς — mallet fem nom sg τυπά̱ς , τυπή blow fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπάδι — τυπάς mallet fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπάδα — η / τυπάς, άδος, ΝΑ νεοελλ. 1. βαρύ σιδερένιο σφυρί, βαριά, βαριοπούλα 2. σφυρί από μαλακή ύλη κατάλληλο για την αβλαβή λύση ή συναρμολόγηση μηχανήματος 3. σφύρα από χοντρό κυλινδρικό ξύλο, χρησιμοποιούμενη για ισοπέδωση χωμάτων αρχ. σφυρί.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”